- μερίμναις
- μέριμναcarefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпаденъ — (1*) прич. страд. прош. к въпасти в 5 знач.: аз бо в печали и напасти впаденъ и въ скорби ѥсмъ. (μερίμναις... καὶ περιστάσεσι περιπεσών) ЖВИ XIV–XV, 55а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
печаль — ПЕЧАЛ|Ь (699), И с. 1.Скорбь, печаль, горе: Ѥгда въ добрѣ бѹдеть мѹжь то врази ѥго въ || печѧли бѹдѹть. (ἐν λύπῃ) Изб 1076, 148–148 об.; Мьсти д҃шю свою веселиѥмь и тѣши ср҃дце своѥ. и печаль далече отърини отъ себе да не въ скорѣ състарѣешисѧ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… … Dictionary of Greek
μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek